Ήταν δυό αδέρφια
πάντα αγαπημένα ,
πρόβατα βοσκούσαν
σ’αρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λεν τον ένα
Δήμο λεν τον άλλο.
Κάποια μέρα ο Γκιώνης,
δυο αρνάδες χάνει,
ψάχνει δεν τις βρίσκει
τριγυρνά και κλαίει,
έρχεται στη στάνη
τ’αδερφού του λέει.
Βρέθηκε και εκείνος
στην κακιά του ώρα,
άδικα χολιάζει,
σα θεριό θυμώνει,
το μαχαίρι φόρα
και τον εσκοτώνει.
Οι αρνάδες ήρθαν
στο κοπάδι πάλι
και ο φονιάς τις βλέπει.
στέκεται κλαμένος,
γέρνει το κεφάλι μετανοημένος.
Και ο θεός τον είδε
που χτυπά τα στήθη,
κλαίει νύχτα μέρα,
θέλει να πεθάνει,
και τον ελυπήθει
και πουλί τον κάνει.
Και γιαυτό το βράδυ,
άμα σκοτεινιάζει
το πουλί θλιμμένο,
στο δενδρί κλαρώνει
κι’ολη νύχτα κράζει:
Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη
( Από τα Τρίκαλα Θεσσαλίας )
Αφιερωμένο στους δύο πρωταγωνιστές των χτεσινών επεισοδίων στη συνεδρίαση της ΤΕΔΚ.
Γ.Γκιώνη και Α.Πνευματικό.
Έτσι θα διοικήσετε τους μεγάλους δήμους του σχεδίου ''Καλλικράτης'';
.
Από την ελληνική αργκό:
γκιώνης = πολύ άσχημη γυναίκα ή αυτός που δεν κάνει τίποτα σωστά
εκεί που λέει η αλεπού στο γκιώνη καληνύχτα= ασήμαντος τόπος, χωρίς ενδιαφέρον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου