25/3/11

Τιμή στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη



O Κολοκοτρώνης στις 8 Οκτωβρίου 1838, ημέρα των Αγίων Ασωμάτων, ανεβασμένος στα βράχια της Πνύκας, εκεί τόσοι δεινοί ρήτορες μίλησαν στους Αθηναίους πολίτες, βγάζει ένα λόγο προς τους μαθητές και τους δασκάλους του γυμνασίου της Αθήνας. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αιώνας» στις 13 του Νοέμβρη 1838.Είναι και η πνευματική του διαθήκη.
Απολαύστε το κείμενο:
«Παιδιά μου! Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημιουργούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ, και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος μας, και προ αυτού και ύστερα απ’ αυτόν, ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να κάμομε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Ελλήνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήτον σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθηκαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των (…..)
«Οι παλαιοί Ελληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι, και τους υπόταξαν. Υστερα ήλθαν και οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ότι ημπορούσαν, δια να αλλάξει ο λαός την πίστιν του. Εκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον έναν έκοπταν, ο άλλος το Σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο Σουλτάνος, διόρισε έναν Βιτσερέ (Αντιβασιλέα), έναν Πατριάρχη και του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ότι τους έλεγε ο Σουλτάνος. Υστερον έγιναν οι Κοτζαμπάσηδες (προεστοί) εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξις, οι έμποροι, και οι προκομμένοι, το καλύτερον μέρος των πολιτών, μην υποφέροντες τον ζυγό, έφευγαν και οι γραμματισμένοι επήραν και έφυγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι έμεινε ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις άθλιαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ημέρα χειρότερα. Διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του, ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί, μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντες τες δόξες και τες ηδονές, οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστην τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Και τοιουτοτρόπως κάθε ημέρα ο λαός ελίγνευε και επτώχαινε.

«Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία. Και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθαναν τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία, και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης, και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Οθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε, και να γίνομε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινεν και επροόδευσεν η Εταιρεία.''
«Οταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε ‘που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βάτσελα’, αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν το σκοπό, και εκάμαμε την Επανάσταση.''
«Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια, και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον. Και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμεν και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Ελλήνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Ελληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι, μιαν αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξεν. Ηλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια, και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα δια τας ανάγκας του έθνους, ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλε τον Γιάννη (…) Και επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξαιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε και εις τους στερινούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα (…)

«Παιδιά μου, να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και εις τα μπιλιάρδα. Να δοθείτε εις τας σπουδάς σας, και καλύτερα να κοπιάσετε ολίγον δύο και τρεις χρόνους, και να ζήσετε ελεύθεροι εις το επίλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τεσσάρους πέντε χρόνους τη νεότητά σας, και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθείτε εις τα γράμματά σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων, και, κατά την παροιμία, μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε. Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο δια το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της Κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας. Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξαιτίας των περιστάσεων έμεινα αγράμματος, και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχόνοιας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς, μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέραν της ζωής μας θέλει διαδεχθεί η νύχτα του θανάτου μας, καθώς την ημέρα των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθεί η νύχτα και η αυριανή ημέρα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού εμείς ελευθερώσαμε.»

Για σήμερα  συγκρίνοντας ηγέτες και πατριώτες

 




1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ρε μάγκα,

Σε σένα που τσεκαρες ''για πέταμα'' και τον Κολοκοτρώνη για πέταμα τον έχεις;

Related Posts with Thumbnails